- φεσοφόρος
- -α, -ο, Ναυτός που φορεί φέσι, ο φεσάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + -φόρος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Σπ. Μαυρογένη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φεσοφόρος — α, ο 1. αυτός που φοράει φέσι. 2. το αρσ. ως ουσ., φεσοφόρος άτομο που φοράει φέσι, φεσωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεσάς — ο, θηλ. φεσού, Ν 1. άτομο που φορά φέσι, φεσοφόρος 2. φεσοποιός 3. μτφ. αυτός που έχει ή συνηθίζει να έχει ανεξόφλητα χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] … Dictionary of Greek
φεσωμένος — η, ο, Ν 1. φεσάς, φεσοφόρος 2. μτφ. χρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέσι, μέσω ενός ρ. *φεσώνω (πρβλ. καπελ ωμένος)] … Dictionary of Greek